- ίρινος
- ἴρινος, -ίνη, -ον (Α) [ίρις]κατασκευασμένος από το αρωματικό φυτό ίρις («ἴρινον μύρον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴρινον — ἴρινος made from the iris masc acc sg ἴρινος made from the iris neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίνης — ἴρινος made from the iris fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίνου — ἴρινος made from the iris masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίνους — ἴρινος made from the iris masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίνῃ — ἴρινος made from the iris fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίνῳ — ἴρινος made from the iris masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴρινα — ἴρινος made from the iris neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ιρίνεος — ἰρίνεος, α, ον (Α) ίρινος* … Dictionary of Greek
ιρινόμικτος — ἰρινόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με λάδι τού φυτού ίρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴρινος + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, οιωνό μικτος] … Dictionary of Greek